Η ετυμολογία της λέξης οστεοπόρωση προέρχεται από τις λέξεις οστό (κόκκαλο) και πόρος (τρύπα)- σημαίνει ότι τα κόκκαλα είναι πιο αδύναμα από τα φυσιολογικά, δηλαδή έχουν γίνει εύθραυστα και κινδυνεύουν να σπάσουν εύκολα (για παράδειγμα, μετά από μία μικρή πτώση). Η οστεοπόρωση είναι μια πάθηση που εξελίσσεται αργά και αποτελεί μια «σιωπηρή» νόσος κι αυτό επειδή δεν προκαλεί συνήθως κανένα σύμπτωμα μέχρι να συμβεί κάποιο κάταγμα.
Φυσιολογικά, η οστική μάζα που παράγουμε αυξάνεται κατά την παιδική, εφηβική και νεαρή ενήλικη ζωή, φτάνοντας το μέγιστο γύρω στα 25 χρόνια. Μέχρι και τα 30 η οστική μάζα παραμένει σταθερή και, από εκεί και μετά, αρχίζει σταδιακά η απώλεια. Τα κόκαλα μας γνωρίζουν μια φυσιολογική φθορά από την συνεχή χρήση και διαρκώς σε καθημερινή βάση μια συγκεκριμένη ποσότητα οστού καταστρέφεται και αντιστοίχως μια νέα δημιουργείται.
Όταν η ποσότητα του οστού, δηλαδή η οστική μάζα, που χάνεται είναι μεγαλύτερη από αυτήν που αναπληρώνεται, δημιουργείται ένα αρνητικό ισοζύγιο στην οστική μάζα, το οποίο οδηγεί στην εμφάνιση οστεοπόρωσης. Αυτό το αρνητικό ισοζύγιο στην οστική σας μάζα μπορεί να έχει επέλθει ως αποτέλεσμα: δίαιτα χαμηλή σε ασβέστιο και βιταμίνη D, πρόωρη εμμηνόπαυση καθώς τα οιστρογόνα (χαρακτηριστική ορμόνη του γυναικείου φύλου) παίζουν σημαντικό ρόλο στην διατήρηση της οστικής πυκνότητας. Όταν τα επίπεδα οιστρογόνων πέφτουν μετά την εμμηνόπαυση, οι γυναίκες χάνουν αρχικά περισσότερο και μετά 2-4% οστική μάζα το χρόνο. Η ταχύτατη αυτή απώλεια μετά την εμμηνόπαυση είναι η κύρια αιτία οστεοπόρωσης στις γυναίκες. Ακόμη, η έλλειψη άσκησης, καθιστική ζωή, πολύ χαμηλό σωματικό βάρος, γονιδίων (ενημερωθείτε για το οικογενειακό σας ιστορικό), ορμονικών διαταραχών (θυρεοειδούς, παραθυρεοειδών, κ.ά.), ή ανεπαρκούς πρόσληψης πρωτεϊνών, υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ, καπνίσματος και φάρμακα (κορτιζόνη, διουρητικά κ.α.). Η οστεοπόρωση μπορεί να υποπτευθεί από μια απλή ακτινογραφία, όμως τελικά η διάγνωση γίνεται με ειδικές εξετάσεις, όπως η μέτρηση οστικής πυκνότητας και εξετάσεις αίματος. Η μέτρηση οστικής πυκνότητας γίνεται με ένα μηχάνημα DEXA (dual energy X-ray absorptiometry). Συνήθως η μέτρηση γίνεται σε ένα από δύο σημεία του σώματος, στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης ή στο ισχίο. Η οστεοπόρωση μπορεί να προληφθεί με την έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία, και τη σωστή διατροφή από μικρή ηλικία με τροφές πλούσιες σε ασβέστιο και βιταμίνη D. Η οστεοπόρωση αντιμετωπίζεται με σωστή διάγνωση, σωστή διατροφή με ασβέστιο και βιταμίνη D, διακοπή καπνίσματος και αποφυγή μεγάλης ποσότητας αλκοόλ καθώς και με φαρμακευτική αγωγή με αντικαταβολικά, κυρίως τα διφοσφωνικά ή το μονοκλωνκό αντίσωμα denosumab και σε σπανιότερες περιπτώσεις αναβολικά φάρμακα όπως η τεριπαρατίδη.
Η βιταμίνη D είναι μια λιποδιαλυτή βιταμίνη με πρωταγωνιστικό ρόλο στην επαρκή διατήρηση της αρχιτεκτονικής των οστών και τη φυσιολογική ομοιοστασία του ασβεστίου. Ρυθμίζει την απορρόφηση του ασβεστίου και του φωσφόρου από το γαστρεντερικό σύστημα, τον μεταβολισμό του ασβεστίου των οστών και την καλή λειτουργία του μυοσκελετικού συστήματος. Εκτός από αυτό τον γνωστό ρόλο, η Βιταμίνη D, φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο στο ανοσοποιητικό σύστημα και την πρόληψη ορισμένων παθήσεων όπως λοιμώξεις, αυτοάνοσα νοσημάτα, ορισμένες μορφές καρκίνου και διαβήτη τύπου 2.
Η κύρια πηγή βιταμίνης D για τους ανθρώπους είναι η βιταμίνη D3 σε ποσοστό 90%, η οποία συντίθεται στο δέρμα με την δράση της υπεριώδους ακτινοβολίας. Άλλη πηγή βιταμίνης D είναι οι τροφές.
Λίγες τροφές όμως περιέχουν βιταμίνης D κυρίως ορισμένα είδη ψαριών όπως ο σολομός, το σκουμπρί, και η σαρδέλα, ο κρόκος του αυγού. Πάντως, η σύνθεση της βιταμίνης D στο δέρμα έχει περιοριστεί λόγω σύγχρονων συνθηκών διαβίωσης (καθιστική ζωή, νέφος, χρήση αντιηλιακών και γυαλιών ηλίου).
Ανεπάρκεια βιταμίνης D
Η εκτίμηση της επάρκειας της βιταμίνης D γίνεται βάσει της συγκέντρωσης της 25-ΟΗ D στο αίμα. Σύμφωνα με την Aμερικάνικη Παιδιατρική Εταιρία ορίζεται ως έλλειψη τιμή της 25(ΟΗ)D μικρότερη των 20ng/ml, ως ανεπάρκεια:21-29ng/ml ενώ τιμές άνω των 30ng/ml εξασφαλίζουν σκελετική υγεία και μειώνουν τον κίνδυνο ραχίτιδας, οστεοπόρωσης και καταγμάτων.
Oι ημερήσιες ανάγκες σε Βιταμίνης D στα νεογνά και βρέφη είναι 400 -1000 IU, ενώ στα μεγαλύτερα παιδιά και εφήβους είναι 600-1000 IU.Στα θηλάζοντα βρέφη, λόγω μειωμένης περιεκτικότητας του μητρικού γάλακτος σε βιταμίνη D και μειωμένης έκθεσης στον ήλιο τους πρώτους 6 μήνες ζωής, συνιστάται χορήγηση 400 IU/H, όπως επίσης στα βρέφη που σιτίζονται με λιγότερο από 1 λίτρο τροποποιημένο γάλα την ημέρα.
Δεν συνιστάται έλεγχος όλου του πληθυσμού. Επιλεκτικός έλεγχος συνιστάται σε παιδιά με πιθανή ανεπάρκεια, όπως αυτά που πάσχουν από χρόνια νοσήματα (νεφρική ανεπάρκεια, χρόνια λήψη φαρμάκων, ινοκυστική νόσος, άσθμα, δρεπανοκυτταρική αναιμία, ΣΔ), κακοήθειες, παχυσαρκία καθώς και σε παιδιά με κινητικά προβλήματα, ή καθυστέρηση σωματικής ανάπτυξης. Η πρόληψη της ανεπάρκειας της βιταμίνης D και η ικανοποιητική πρόσληψη ασβεστίου και βιταμίνης D μπορεί να ελαττώσει τον κίνδυνο για οστεοπόρωση καθώς και για άλλες παθήσεις στην ενήλικη ζωή (καρδιαγγειακά νοσήματα, σακχαρώδης διαβήτης, αυτοάνοσα νοσήματα, διάφορες μορφές καρκίνου).