Σακχαρώδης Διαβήτης

Υπάρχουν οι εξής κύριοι τύποι σακχαρώδους διαβήτη, είναι ο διαβήτης τύπου 1, ο διαβήτης τύπου 2, ο διαβήτης της κύησης καθώς και δευτεροπαθείς μορφές σακχαρώδους διαβήτη. Σύμφωνα με διεθνή στοιχεία υπολογίζεται ότι περίπου 85%-90% του συνόλου των ατόμων με διαβήτη πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, 8%-12% από σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 και 1%-3% από άλλους τύπους διαβήτη.

Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 2

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μία από τις πιο κοινές χρόνιες ασθένειες και αποτελεί σοβαρό πρόβλημα υγείας στο παγκόσμιο πληθυσμό. Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα διεθνή στατιστικά στοιχεία ο αριθμός των ατόμων με σακχαρώδη διαβήτη παγκοσμίως ανέρχεται πάνω από 400 εκατομμύρια, ενώ αναμένεται να φτάσει τα 640 εκατομμύρια το 2040.

Είναι μια πολυπαραγοντική διαταραχή του μεταβολισμού των υδατανθράκων, των λιπών και των πρωτεϊνών που το κύριο χαρακτηριστικό της είναι η χρόνια υπεργλυκαιμία, αυτό που ο κόσμος αποκαλεί «έχω ζάχαρο». Η διαταραχή αυτή οφείλεται στην έλλειψη ή και στην ανεπαρκή δράση της ινσουλίνης.

Η ινσουλίνη είναι μια ορμόνη που παράγεται στο πάγκρεας και είναι απαραίτητη για τη μεταφορά της γλυκόζης (σάκχαρο) από το αίμα στο εσωτερικό των κυττάρων του σώματος, όπου χρησιμοποιείται για ενέργεια. Όταν η ινσουλίνη λείπει ή δεν λειτουργεί σωστά, τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα αυξάνονται. Ο  σακχαρώδης διαβήτης  έχει χρόνια πορεία και μακροπρόθεσμα μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές σε όλους τους ιστούς και σε όλα τα όργανα, στα μάτια, τους νεφρούς, τα νεύρα, τα αγγεία, τα πόδια, την καρδιά κ.α όταν τα επίπεδα του σακχάρου παραμένουν υψηλά και δεν ελέγχονται. Είναι γνωστό πως ο διαβήτης αποτελεί την πρώτη αιτία θανάτου από καρδιαγγειακά αίτια, από εγκεφαλικό επεισόδιο, από έμφραγμα μυοκαρδίου κ.λ.π., έτσι ώστε σήμερα ένας διαβητικός να θεωρείται και να αντιμετωπίζεται, ακόμα κι αν δεν έχει εμφανίσει συμπτώματα, σαν άτομο με Στεφανιαία Νόσο.

Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 1

Ο Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 1 είναι μια ασθένεια που συνήθως εμφανίζεται σε παιδική ή εφηβική ηλικία και έχει αυτοάνοση αιτιολογία, δηλαδή ο ίδιος ο οργανισμός μέσω αντισωμάτων που παράγει επιτίθεται και καταστρέφει τα β – κύτταρα του παγκρέατος, τα οποία παράγουν ινσουλίνη, με αποτέλεσμα να υπάρχει ελάχιστη ή μηδενική έκκριση ινσουλίνης. Περίπου το 5-10% του συνόλου των Διαβητικών ασθενών πάσχουν από Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 1. To 85% των περιστατικών με ΣΔτ1 εμφανίζεται σε ηλικία μικρότερη των 20 ετών. Δεν είναι σαφώς γνωστή η ακριβής αιτιολογία του Διαβήτη τύπου 1 αλλά το ανοσοποιητικό σύστημα παίζει σημαντικό ρόλο. Ο Διαβήτης τύπου 1 χαρακτηρίζεται από αδυναμία του οργανισμού να παράγει ινσουλίνη. Τα άτομα με Διαβήτη αυτού του τύπου πρέπει να λαμβάνουν εξωγενώς ινσουλίνη για να επιβιώσουν.

Σακχαρώδης Διαβήτης κύησης

Ως διαβήτης της κύησης (gestational diabetes) ορίζεται οποιαδήποτε διαταραχή στον μεταβολισμό της γλυκόζης (των υδατανθράκων) που διαγιγνώσκεται ή εμφανίζεται για πρώτη φορά στην κύηση, συνήθως στο τέλος του δευτέρου τριμήνου, μετά την 24η εβδομάδα. Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ο πλακούντας παράγει ορμόνες που βοηθούν το έμβρυο να μεγαλώσει. Οι ορμόνες αυτές κάνουν πιο δύσκολη τη δράση της ινσουλίνης στο σώμα (προκαλούν αντίσταση στην ινσουλίνη). Στις γυναίκες με διαβήτη κύησης το πάγκρεας δεν μπορεί να ανταπεξέλθει σε αυτές τις αυξημένες ανάγκες, με αποτέλεσμα να αυξάνονται τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα. Ο διαβήτης της κύησης είναι συχνός και συμβαίνει σε 4-8% των κυήσεων. Κάθε έγκυος μπορεί να παρουσιάσει διαβήτη κύησης αλλά μερικές γυναίκες έχουν αυξημένο κίνδυνο.

Γνωστοί παράγοντες κινδύνου είναι:

  • Ηλικία άνω των 25 και ιδιαίτερα άνω των 35 χρόνων.
  • Φυλή (λατίνοι, αφροαμερικάνοι).
  • Παχυσαρκία ή υπέρβαρο προ κύησης.
  • Η παχυσαρκία σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας έχει σχεδόν τριπλασιαστεί τα τελευταία 30 χρόνια. Οι παχύσαρκες γυναίκες έχουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη κύησης, Αυτό εξηγεί την αύξηση στην διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη κύησης την τελευταία δεκαετία.
  • Υπερβολική αύξηση βάρους κατά τη διάρκεια της κύησης.
  • Ιστορικό προηγούμενης κύησης με διαβήτη. Στις γυναίκες αυτές ο κίνδυνος αυξάνεται σε 30-80% σε επόμενη κύηση.
  • Ιστορικό προ-διαβήτη/ αντίστασης στην ινσουλίνη.
  • Ιστορικό κύησης με νεογνό άνω των 4 κιλών.
  • Ιστορικό ανεξήγητου εμβρυϊκού θανάτου.
  • Σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών.
  • Οικογενειακό ιστορικό σακχαρώδους διαβήτη (γονείς ή αδέλφια) ή διαβήτη κύησης.

Το αυξημένο σάκχαρο στις γυναίκες με διαβήτη κυήσεως μπορεί να επηρεάσει και τη μητέρα αλλά και το μωρό. Οι πιο σημαντικές επιπτώσεις στη μωρό είναι:

  • Μεγάλη αύξηση του βάρους του νεογνού. Η γλυκόζη περνά ελεύθερα τον πλακούντα αλλά όχι η ινσουλίνη της μητέρας. Έτσι, το έμβρυο αναγκάζεται να αυξήσει την δική του παραγωγή ινσουλίνης. Αυτό οδηγεί στην αυξημένη πρόσληψη βάρους και εναπόθεση λίπους στο έμβρυο η οποία, αν υπερβεί κάποια όρια χαρακτηρίζεται ως έμβρυο μεγάλο για την ηλικία κύησης ή μακροσωμικό νεογνό (>4 κιλά βάρος τοκετού). Τα επίπεδα σακχάρου της μητέρας έχουν άμεση συσχέτιση με το βάρος του νεογνού και η σχέση αυτή καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και τα κριτήρια διάγνωσης του ΣΔ κύησης
  • Αυξημένος κίνδυνος για παιδική και εφηβική παχυσαρκία και ανάπτυξη διαβήτη στην ενήλικο ζωή.
Οι πιο σημαντικές επιπτώσεις για τη μητέρα είναι:
  • Δυστοκία (δύσκολος τοκετός με αυξημένη συχνότητα τραυματισμού του νεογνού) ή ανάγκη για καισαρική τομή λόγω του μεγάλου μεγέθους του νεογνού
  • Πρόωρος τοκετός
  • Προεκλαμψία (αυξημένη αρτηριακή πίεση και κυκλοφορικές διαταραχές κατά τη διάρκεια της κύησης)
  • Αυξημένος κίνδυνος για την ανάπτυξη διαβήτη σε μεγαλύτερη ηλικία.
H αντιμετώπιση του  διαβήτη κύησης είναι η ισορροπημένη διατροφή με ελεγχόμενη ποσότητα υδατανθράκων (όχι πάνω από 40% των ημερησίων θερμίδων) είναι το πιο σημαντικό βήμα. Η επιτρεπόμενη κατανάλωση θερμίδων εξαρτάται από το βάρος της εγκύου προ κύησης, την εβδομάδα κύησης και τον αριθμό των εμβρύων. Η υπερβολική στέρηση υδατανθράκων αντενδείκνυται γιατί μπορεί αφενός να οδηγήσει σε περιορισμένη πρόσληψη βάρους. Το σάκχαρο πρέπει να ελέγχεται κάθε πρωί, πριν το φαγητό, και μια ώρα μετά από κάθε μεγάλο γεύμα. Μερικές φορές τα επίπεδα του σακχάρου παραμένουν αυξημένα παρ’ όλη τη διατροφή και άσκηση. Στις περισσότερες από αυτές τις περιπτώσεις η έγκυος θα χρειαστεί ινσουλίνη. για τον έλεγχο του σακχάρου, σε συνδυασμό με διατροφή και άσκηση. Η ινσουλίνη είναι πολύ ασφαλής για το έμβρυο.

Θεραπευτικοί Στόχοι- Φαρμακευτική Αγωγή

Ανεξάρτητα από τον τύπο του Διαβήτη, η θεραπεία έχει σκοπό να ανακουφίσει τα συμπτώματα, να βελτιώσει την ποιότητα ζωής  και τον περιορισμό εμφάνισης Διαβητικών επιπλοκών. Αυτό επιτυγχάνεται με τη διόρθωση της υπεργλυκαιμίας, που οφείλεται σε ανεπάρκεια ινσουλίνης (μειωμένη παραγωγή ή αντίσταση στη δράση της), χωρίς να προκαλείται υπογλυκαιμία και διατηρώντας τη γλυκόζη πλάσματος εντός φυσιολογικών επιπέδων.

Η αντιμετώπιση του Διαβήτη στοχεύει τελικώς στη διατήρηση της συνολικής υγείας των ανθρώπων με Διαβήτη γεγονός που επιτυγχάνεται με: βέλτιστο έλεγχο γλυκόζης αίματος, ανίχνευση και έλεγχο της υπέρτασης και της υπερλιπιδαιμίας, κατάλληλη εκτίμηση και χορήγηση αντιαιμοπεταλιακών θεραπευτικών σχημάτων, τακτικό έλεγχο για ανίχνευση επιπλοκών.

Η θεραπεία των ασθενών με ΣΔτ2 ξεκινά πάντα με αλλαγή τρόπου ζωής (διατροφικές συνήθειες και φυσική δραστηριότητα) και φαρμακευτική αγωγή συνήθως με έναν από τους πολλούς τύπους αντιδιαβητικών φαρμάκων προχωρώντας σε θεραπεία συνδυασμού και συχνά ενέσιμη θεραπεία, όταν οι αντιδιαβητικοί παράγοντες δεν παρέχουν πλέον επαρκή έλεγχο της γλυκόζης αίματος. Eίναι σημαντικό να ξεκινήσουμε όσο νωρίτερα τη θεραπεία σε μια χρόνια νόσο όπως ο Διαβήτης, τόσο περισσότερο προστατευόμαστε από την εμφάνιση των επιπλοκών του.

Σήμερα, υπάρχουν πολλές αντιδιαβητικές αγωγές που λαμβάνονται είτε από το στόμα είτε εναίσιμες.  Και κάθε μια από αυτές στοχεύει σε διαφορετικά όργανα που όλα όμως εμπλέκονται στην παθοφυσιολογία του ΣΔτ2:
  • Οι ευαισθητοποιητές ινσουλίνης που ελέγχουν την ηπατική παραγωγή γλυκόζης και την αύξηση πρόσληψης της από τα κύτταρα.
  • Δισκία που ενισχύουν την έκκριση ινσουλίνης από το πάγκρεας.
  • Δισκία που αναστέλλουν τη διάσπαση των ινκρετινών στον οργανισμό (οι ινκρετίνες είναι ορμόνες που μεταξύ άλλων, ενισχύουν την έκκριση ινσουλίνης από τον οργανισμό)
  • Ενέσιμες αγωγές που προάγουν/μιμούνται τη δράση των ινκρετινών,   αυξάνοντας  την παραγωγή ινσουλίνης από το πάγκρεας και ευνοούν την πιο μακροχρόνια επιβίωση των κυττάρων του.
  • Δισκία που διευκολύνουν την αποβολή σακχάρου μέσω των ούρων, εμποδίζοντας την επαναπρόσληψή του από το νεφρό στην κυκλοφορία του αίματος.
  • Δισκία που επιβραδύνουν την απορρόφηση των υδατανθράκων στην γαστροοισοφαγική οδό.
  • Η ινσουλίνη, ενέσιμο φάρμακο, που αποτελεί τη μοναδική φαρμακευτική επιλογή για τον ΣΔτ1 αλλά χρησιμοποιείται και σε ασθενείς με ΣΔτ2, όταν η υπεργλυκαιμία δεν ελέγχεται επαρκώς με αντιδιαβητικά φάρμακα.Χορηγείται με υποδόρια έγχυση χρησιμοποιώντας παραδοσιακές βελόνες, πένες και αντλίες συνεχούς έγχυσης ινσουλίνης.

Υπάρχουν διάφοροι τύπο ινσουλίνης:

Βασική ινσουλίνη, ενδιάμεσης ή μακράς δράσης. Και στις δύο μορφές της, η βασική ινσουλίνη ξεκινά να δρα σταδιακά και διαρκεί περισσότερο από ό,τι οι γευματικές ινσουλίνες. Συνήθως, λαμβάνεται μία ή δύο φορές ημερησίως. Σκοπός της βασικής ινσουλίνης είναι να παρέχει ευγλυκαιμία μεταξύ των γευμάτων αλλά και κατά τη διάρκεια της νύχτας.

Γευματική ινσουλίνη, ταχείας δράσης: Ξεκινά να δρα πολύ γρήγορα και για βραχύ χρονικό διάστημα. Σκοπός της γευματικής ινσουλίνης είναι ο γλυκαιμικός έλεγχος μετά από τα γεύματα (συνήθως τα γεύματα αυξάνουν τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα και χρειάζεται να ελεγχθούν).

Μίγματα ινσουλίνης: Περιέχουν μίγμα βασικής και γευματική ινσουλίνης. Βοηθούν στον έλεγχο των επιπέδων σακχάρου στο αίμα καθ’ όλη τη διάρκεια του 24ώρου, ανάλογα με το θεραπευτικό πλάνο.

Η επιλογή της οποιασδήποτε θεραπείας πρέπει να εξατομικεύεται πάντα με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τις ανάγκες και τον τρόπο ζωής του κάθε ασθενούς (ηλικία, συνοδά νοσήματα, διάρκεια της πάθησης και προσωπική κινητοποίηση)

Υπογλυκαιμίες – διερεύνηση

Το πρόβλημα των υπογλυκαιμικών επεισοδίων είναι συχνό στην καθημερινή κλινική πράξη. Η επίπτωση του υπογλυκαιμικού συνδρόμου στο γενικό πληθυσμό είναι εξαιρετικά δύσκολο να προσδιοριστεί, επειδή συχνά οι ασθενείς αλλά και οι ιατροί αποδίδουν συνήθη ψυχοσωματικά συμπτώματα, όπως η ανησυχία, η ευερεθιστότητα και το αίσθημα παλμών, σε υπογλυκαιμία, χωρίς όμως τεκμηρίωση της διάγνωσής της. Είναι χαρακτηριστικό ότι η υπογλυκαιμία τεκμηριώνεται μόνο σε ένα ποσοστό, της τάξης του 5−10%, των ατόμων που απευθύνονται στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας με την αυτοδιάγνωση της υπογλυκαιμίας.  Ως αληθής υπογλυκαιμία ορίζεται η εκδήλωση σχετικής συμπτωματολογίας με ταυτόχρονη ανεύρεση τιμής σακχάρου αίματος (ΣΑ) <55 mg/dL, η οποία θεωρείται συνήθως το βιοχημικό διαχωριστικό όριο (cut-off point) για τη διάγνωσή της. Η διερεύνηση της αφορά την υιοθέτηση  διαφοροδιαγνωστικού αλγόριθμου ώστε να αποκλειστούν  καταστάσεις, νοσήματα και φαρμακευτικοί παράγοντες που μπορεί να συσχετίζονται με την εκδήλωση υπογλυκαιμικών επεισοδίων και αναλόγως διενεργείται και εξατομικευμένη θεραπευτική αντιμετώπιση.
endokrinologos-karamouzis

Ιατρείο Ενδοκρινολογίας & Μεταβολισμού

Καραμούζης Ιωάννης

 

 
 
 

Στοιχεία Επικοινωνίας

 

Ελευθερίου Βενιζέλου 19 (Προέκταση Αδριανουπόλεως)
,Καλαμαριά, TK 55133, Θεσσαλονίκη

Κολοκοτρώνη 42,
Άγιος Αθανάσιος Θεσσαλονίκης, TK 57003

 

231126 3939 (Καλαμαριά)

2311242581 (Αγ. Αθανάσιος)

694 427 6160

 

karamouzisgiannis@yahoo.gr 

 
 

Συνεργαζόμενες Κλινικές

© 2024 Endokrinologos Karamouzis. All rights reserved